μουστέλα

μουστέλα
η
ζωολ. γένος ικτιδόμορφων σαρκοφάγων θηλαστικών τής οικογένειας mystelidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mustella].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουστέλα — η (λ. ιταλ.), η νυφίτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίτουλας — και αιτούλακας, ο είδος νυφίτσας, μουστέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς < αρχ. επίθ. αἴθων* «λαμπερός, αστραφτερός»] …   Dictionary of Greek

  • βιζόν — Με τον όρο αυτό υποδηλώνονται ορισμένα είδη και υποείδη του γένους μουστέλα της οικογένειας των μουστελιδών. Ζώα θηλαστικά και σαρκοφάγα, προτιμούν την υδρόβια ζωή και έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ανάμεσα στα δάχτυλά τους τη νηκτική μεμβράνη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”